- ἀναβολέα
- ἀναβολέᾱ , ἀναβολεύςgroom who helps one to mountmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
SCALAE Ferreae — apud Mauritium Στρατηγικ l. 1. ἔχειν δὲ καὶ εἰς τὰς σέλλας σκάλας σιδηρᾶς δύο: e sella equestri pensiles, sunt quos Hieronym. stapedes, Eustathius in Odyss. Α᾿ναβολεῖς vocat, qui et ferreas fuisse docet, cum τὸ σιδήριον exponit. Cum enim, ante… … Hofmann J. Lexicon universale
STAPES et STAPIA — STAPES, et STAPIA vox recens, a stando et pes, Graece Ἀναβολἐυς, Item Ἐγκεντρὶς; Lipsius subicem pedaneum vocat: Recens inventum est, uti discimus ex Polydoro Virgilio de Rer. Inventoribus l. 3. c. 18. Est et illud novum inventum, in quo uterque… … Hofmann J. Lexicon universale
STATICULUM — apud Plin. l. 37. c. 10. ubi de Achate gemma, Reddunt species fluminum, nemorum et iumentorum, etiam hederas et staticula, equorum ornamenta: statua est. Sic Tertullian. adv. Gnosticos, Effodietis aras earum, evertetis et comminuetis staticula… … Hofmann J. Lexicon universale
STRATURA — Graece ἡ ἀναβολικἠ, munus Stratoris, quem ἀναβολέα Graecis appellatum supra diximus, Salmas. ad Vopisc. in Aureliano, c. 45. Item species structurae, illius potissimum, quâ pavimentum, et ea, quibus incedimus, instrui mos. Usitatum enim olim fuit … Hofmann J. Lexicon universale
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
αναβολεκτομή — η Ιατρ. η χειρουργική αφαίρεση τού αναβολέα τού μέσου ωτός … Dictionary of Greek
αρτάνη — η (Α ἀρτάνη) [αρτώ] νεοελλ. 1. σχοινί από το οποίο κρεμιέται κάτι 2. δερμάτινο λουρί το οποίο κρέμεται από τη σέλα και συγκρατεί τον αναβολέα 3. σχοινί ή αλυσίδα του πλοίου που χρησιμοποιείται για την ανύψωση φορτίων αρχ. ο βρόχος, η αγχόνη … Dictionary of Greek